Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

Ἰωάννης Πολέμης - Νερωμένο κρασί (Παραδειγματικόν)

Ὅ, τι κι᾿ ἂν εἶχε τόχασε, γυναῖκα, βιός, παιδιά του·
τίποτε δὲν τ᾿ ἀπόμεινε στερνὴ παρηγοριά.
Πέταξ᾿ ἡ ἔννοια ἀπὸ τὸ νοῦ κι᾿ ἡ ἐλπίδ᾿ ἀπ᾿ τὴν καρδιά του
κι ἡ ὑπομονὴ ἐμαρμάρωσε στὰ στήθη του βαριά.

Ὅπως τὰ λείψανα περνοῦν, περνάει ἀργὰ ὁ καιρός του
καὶ ζεῖ δίχως ὁ δύστυχος νὰ ξέρει τὸ γιατί.
Μὲς στὴν ταβέρνα ὁλημερὶς μὲ τὸ ποτήρι ἐμπρός του
τοῦ κάκου ἐκεῖ ἀνώφελα τὴ λησμονιὰ ζητεῖ.

«Καταραμένε κάπελα καὶ κλέφτη ταβερνιάρη,
τί τὸ νερώνεις τὸ κρασί, καὶ πίνω ἀπ᾿ τὸ ξανθό,
καὶ πίνω κι᾿ ἀπ᾿ τὸ κόκκινο κι᾿ ἀπὸ τὸ γιοματάρι
κι᾿ ἀπὸ τὸ σῶσμα τὸ τραχύ, πίνω καὶ δὲ μεθῶ;

Δὲν ᾖρθα γιὰ ξεφάντωμα, μήτε γιὰ πανηγύρι,
ᾖρθα νὰ βρῶ τὴ λησμονιὰ στὸ θάνατο κοντά!»
Κι᾿ ὁ κάπελας γεμίζοντας καὶ πάλι τὸ ποτήρι
μὲ θλιβερὸ περίγελο στὰ λόγια του ἁπαντᾷ:

«Τί φταίω ἐγὼ ἂν τὰ δάκρυα ποὺ ἀπελπισμένος χύνεις
πέφτουν μὲς στὸ ποτήρι σου, σταλαγματιὲς θολές,
καὶ τὸ νερώνουν τὸ κρασὶ κι᾿ ἀδύνατο τὸ πίνεις;
Τί φταίω ἐγὼ κι᾿ ἂν δὲ μεθᾷς, τί φταίω ἐγὼ κι᾿ ἂν κλαῖς;»

Κώστας Οὐράνης - Αν Νοσταλγώ

Αν νοσταλγώ – δεν είναι εσάς, αγάπες περασμένες,
και τις στιγμές τις ευτυχείς μαζί σας που έχω ζήσει!
- Τα ρόδα σας τα μάρανα στα χέρια μου και τώρα
μέσα στης Μνήμης το παλιό βιβλίο τα ’χω κλείσει.

Μα είναι κάποιες άγνωστες, περαστικές γυναίκες,
που μια στιγμή σταυρώσανε το βλέμμα τους μαζί μου!
- Τέτοιες, που μείναν ο γλυκύς κι ανέφικτός μου πόθος,
ενώ – ποιος ξέρει! – θ’ άλλαζαν για πάντα τη ζωή μου!…

Αν νοσταλγώ – δεν είναι εσάς, πόλεις όπου έχω ζήσει,
πόλεις που σας εγνώρισα και που σας έχω αφήσει,
μα κείνες, ταξιδεύοντας, που αντίκρισα ένα βράδυ

κι είδα – μακριά – τα φώτα τους τα’ άπειρα να χορεύουν
(που ήταν σα να με φώναζαν, που ήταν σα να μου γνεύουν!)
και που το πλοίο προσπέρασε, πλέοντας στο σκοτάδι…