Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

Κώστας Καρυωτάκης - Σὰν δέσμη ἀπὸ τριαντάφυλλα...

Σὰν δέσμη ἀπὸ τριαντάφυλλα
εἶδα τὸ βράδυ αὐτό.
Κάποια χρυσή, λεπτότατη
στοὺς δρόμους εὐωδιά.
Καὶ στὴν καρδιὰ
αἰφνίδια καλοσύνη.
Στὰ χέρια τὸ παλτό,
στ᾿ ἀνεστραμμένο πρόσωπο ἡ σελήνη.
Ἠλεκτρισμένη ἀπὸ φιλήματα
θά ῾λεγες τὴν ἀτμόσφαιρα.
Ἡ σκέψις, τὰ ποιήματα,
βάρος περιττό.

Ἔχω κάτι σπασμένα φτερά.
Δὲν ξέρω κἂν γιατί μᾶς ἦρθε
τὸ καλοκαῖρι αὐτό.
Γιὰ ποιὰν ἀνέλπιστη χαρά,
γιὰ ποιὲς ἀγάπες
γιὰ ποιὸ ταξίδι ὀνειρευτό.

Τετάρτη 18 Μαΐου 2016

Μαρία Πολυδούρη - Κοντά σου

Κοντά σου δεν αχούν άγρια οι ανέμοι.
Κοντά σου είναι η γαλήνη και το φως.
Στου νου μας τη χρυσόβεργην ανέμη
ο ρόδινος τυλιέται στοχασμός.

Κοντά σου η σιγαλιά σα γέλιο μοιάζει
που αντιφεγγίζουν μάτια τρυφερά
κι αν κάποτε μιλάμε, αναφτεριάζει,
πλάι μας κάπου η άνεργη χαρά.

Κοντά σου η θλίψη ανθίζει σα λουλούδι
κι ανύποπτα περνά μες στη ζωή.
Κοντά σου όλα γλυκά κι όλα σα χνούδι,
σα χάδι, σα δροσούλα, σαν πνοή.

Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016

Γιῶργος Σεφέρης - Ὁ γυρισμὸς τοῦ ξενιτεμένου

- Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ἦρθες
μὲ εἰκόνες ποὺ ἔχεις ἀναθρέψει
κάτω ἀπὸ ξένους οὐρανοὺς
μακριὰ ἀπ᾿ τὸν τόπο τὸ δικό σου.

- Γυρεύω τὸν παλιό μου κῆπο·
τὰ δέντρα μοῦ ἔρχουνται ὡς τὴ μέση
κι οἱ λόφοι μοιάζουν μὲ πεζούλια
κι ὅμως σὰν ἤμουνα παιδὶ
ἔπαιζα πάνω στὸ χορτάρι
κάτω ἀπὸ τοὺς μεγάλους ἴσκιους
κι ἔτρεχα πάνω σὲ πλαγιὲς
ὥρα πολλὴ λαχανιασμένος.

- Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις·
θ᾿ ἀνηφορίσουμε μαζὶ
στὰ γνώριμά σου μονοπάτια
θὰ ξαποστάσουμε μαζὶ
κάτω ἀπ᾿ τὸ θόλο τῶν πλατάνων
σιγὰ-σιγὰ θὰ ῾ρθοῦν κοντά σου
τὸ περιβόλι κι οἱ πλαγιές σου.

- Γυρεύω τὸ παλιό μου σπίτι
μὲ τ᾿ ἀψηλὰ τὰ παραθύρια
σκοτεινιασμένα ἀπ᾿ τὸν κισσὸ
γυρεύω τὴν ἀρχαία κολόνα
ποὺ κοίταζε ὁ θαλασσινός.
Πῶς θὲς νὰ μπῶ σ᾿ αὐτὴ τὴ στάνη;
οἱ στέγες μου ἔρχουνται ὡς τοὺς ὤμους
κι ὅσο μακριὰ καὶ νὰ κοιτάξω
βλέπω γονατιστοὺς ἀνθρώπους
λὲς κάνουνε τὴν προσευχή τους.

- Παλιέ μου φίλε δὲ μ᾿ ἀκοῦς;
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
τὸ σπίτι σου εἶναι αὐτὸ ποὺ βλέπεις
κι αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ χτυπήσουν
σὲ λίγο οἱ φίλοι κι οἱ δικοί σου
γλυκὰ νὰ σὲ καλωσορίσουν.

- Γιατί εἶναι ἀπόμακρη ἡ φωνή σου;
σήκωσε λίγο τὸ κεφάλι
νὰ καταλάβω τί μοῦ λὲς
ὅσο μιλᾶς τ᾿ ἀνάστημά σου
ὁλοένα πάει καὶ λιγοστεύει
λὲς καὶ βυθίζεσαι στὸ χῶμα.

- Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγὰ-σιγὰ θὰ συνηθίσεις
ἡ νοσταλγία σου ἔχει πλάσει
μιὰ χώρα ἀνύπαρχτη μὲ νόμους
ἔξω ἀπ᾿ τὴ γῆς κι ἀπ᾿ τοὺς ἀνθρώπους.

- Πιὰ δὲν ἀκούω τσιμουδιὰ
βούλιαξε κι ὁ στερνός μου φίλος
παράξενο πὼς χαμηλώνουν
ὅλα τριγύρω κάθε τόσο
ἐδῶ διαβαίνουν καὶ θερίζουν
χιλιάδες ἅρματα δρεπανηφόρα.

Ἀθήνα, ἄνοιξη ῾38

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

Νίκος Καββαδίας - Ὁ πιλότος Nagel

Στὸν ποιητὴ Ν. Ράντο

Ὁ Νάγκελ Χάρμπορ, Νορβηγὸς πιλότος στὸ Κολόμπο,
ἅμα ἔδινε κανονικὴ πορεία στὰ καράβια
ποὺ ἔφευγαν γιὰ τοὺς ἄγνωστους καὶ μακρινοὺς λιμένες,
κατέβαινε στὴ βάρκα του βαρύς, συλλογισμένος
μὲ τὰ χοντρὰ τὰ χέρια του στὸ στῆθος σταυρωμένα,
καπνίζοντας ἕνα παλιὸ χωμάτινο τσιμπούκι,
καὶ σὲ μία γλώσσα βορινὴ σιγὰ μονολογώντας
ἔφευγε μόλις χάνονταν ὁλότελα τὰ πλοῖα.

Ὁ Νάγκελ Χάρμπορ, πλοίαρχος σὲ φορτηγὰ καράβια,
ἀφοῦ τὸν κόσμο γύρισαν ὁλόκληρο, μία μέρα
κουράστηκε κι ἀπόμεινε πιλότος στὸ Κολόμπο.
Μὰ πάντα συλλογίζονταν τὴν μακρινή του χώρα
καὶ τὰ νησιὰ πού ῾ναι γεμάτα θρύλους, τὰ Λοφοῦτεν.
Ὅμως μία μέρα πέθανε στὴν πιλοτίνα μέσα
ξάφνου σὰν ξεπροβόδισε τὸ Steamer Tank «Fjord Folden»
ὅπου ἔφευγε καπνίζοντας γιὰ τὰ νησιὰ Λοφοῦτεν...

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

Μίλτος Σαχτούρης - Τοῦ θηρίου

Μὴ φεύγεις θηρίο
Θηρίο μὲ τὰ σιδερένια δόντια
Θὰ σοῦ φτιάξω ἕνα ξύλινο σπίτι
Θὰ σοῦ δώσω ἕνα λαγήνι
Θὰ σοῦ δώσω κι ἕνα κοντάρι
Θὰ σοῦ δώσω κι ἄλλο αἷμα νὰ παίζεις.

Θὰ σὲ φέρω σ᾿ ἄλλα λιμάνια
Νὰ δεῖς τὰ βαπόρια πῶς τρῶνε τὶς ἄγκυρες
Πῶς σπάζουν στὰ δυὸ τὰ κατάρτια
Κι οἱ σημαῖες ξάφνου νὰ βάφονται μαῦρες.

Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τὸ ἴδιο κορίτσι
Νὰ τρέμει δεμένο στὸ σκοτάδι τὸ βράδυ
Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τὸ σπασμένο μπαλκόνι
Καὶ τὸ σκύλο οὐρανὸ
Ποὺ βαστοῦσε τὴ βροχὴ στὸ πηγάδι.

Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τοὺς ἴδιους στρατιῶτες
Αὐτὸν ποὺ χάθηκε πᾶν τρία χρόνια
Μὲ τὴν τρύπα πάνω ἀπ᾿ τὸ μάτι
Κι αὐτὸν ποὺ χτυποῦσε τὶς νύχτες τὶς πόρτες
Μὲ κομμένο τὸ χέρι.

Θὰ σοῦ βρῶ πάλι τὸ σάπιο Μῆλο
Μὴ φεύγεις θηρίο
Θηρίο μὲ τὰ σιδερένια δόντια.